Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Το ποτήρι

Άλλαξε ο καιρός σήμερα.
Δεν ξέρω αν το παρατήρησες.
Βλέπω πουλιά να πετούν στο κέντρο της γης.
Σηκώθηκε αέρας παγωμένος και μάρμαρα κρέμονται από τα σύννεφα.
Θα πέσουν στα κεφάλια μας
ή θα γίνουν σκάλες σε προαύλια νεκρών σχολείων
κι αγάλματα στις πλατείες;
Ένα-ένα τα λουλούδια μας αποτεφρώνονται.  
Σκορπάμε τις στάχτες στους στον ουρανίσκο μας
και πίνουμε υποβρύχιο νερό
με μια κουταλιά βανίλια.

Φτάσανε οι μέρες που όλα τελειώνουν γρήγορα.
Που τίποτα δεν φαίνεται ατέλειωτο
και τίποτα δεν είναι παντοτινό.
Η βροχή αγαπάει το δέρμα μας και βδέλλα κολλάει πάνω του
Τα βήματά μας τρυπούν τα πεζοδρόμια,
περνούν κάτω από το δέρμα των πόλεων
κι ανακατεύουν τα έντερά τους.

Άλλαξε ο καιρός.  Το παρατήρησες;
Φύτρωσαν μαλλιά στα μάτια μας.
Ακούμε περισσότερο.  Βλέπουμε ελάχιστα.
Τα χέρια μας δεν χρησιμεύουν πια σε τίποτα.
Ούτε τα στόματα.
Ταΐζουμε τα κορμιά μας από τρύπες στην κοιλιά,
αλεσμένες συνειδητοποιήσεις.
Της καρδιάς μας της λείπει το αίμα.
Των πνευμόνων μας το οξυγόνο.
Των ημερών μας το φως.
Των παραθύρων μας το όνειρο.

Γίναμε χελώνες.  Απαθείς.  Νωχελικοί.
Σερνόμαστε σε σιτοβολώνες απέραντους
ανάμεσα σε στάχυα και μέρες επαναλαμβανόμενες
Άσκοποι.
Χωρίς παράπονα.
Σκορπώντας αόρατα θρύψαλα στο ξεραμένο χώμα.
Γκρι και ξανθό και ξασπρισμένες πέτρες.
Τα υπάρχοντά μας τέρατα φορτωμένοι.
Αψηφούμε πια καιρούς, αισθήσεις, μελωδίες, χρόνους.


Κρατάω στο χέρι μου ένα μεταλλικό ποτήρι.
Δεν ξέρω αν διψώ ή αν ζητάω να ακούσω τον ήχο του νερού στην κοιλιά του.
Ίσως τον ήχο του σώματός του όταν θα το αφήσω να πέσει στο μάρμαρο.
Κρατάω στο χέρι μου ένα σκονισμένο μαχαίρι.
Δεν ξέρω αν βαρέθηκα ή αν ζητώ να ακούσω τον ήχο του ακονίσματος στην κοιλιά μου.
Ίσως τον ήχο της λάμας του που σπάει στο μάρμαρο το αδολοφόνητο.
Κρατάω στα μπράτσα μου γερά τον κορμό ενός δέντρου.
Άλλαξε ο καιρός.  Με λύσσα φυσάει.
Και ο καθένας κορμός μπορεί να αποδειχτεί σωτήριος.
Για λίγη βόλτα ακόμη.