Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Χίλιες φορές

Χίλιες φορές οι κρώξεις των γλάρων,
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
πέντε και μισή το πρωί,
λοξοδρομήσασες απ’ την ακτή,
λιμοκτονούσες, να τσιμπολογούν
απ’ τον λιγοστό μου ύπνο
απ’ της κούρασης μου το περίσσευμα
απ’ της ανάγκης μου την αγωνία
έξι παρά χίλιες φορές
και πιο νωρίς κάθε βραδιά
να μου ευφραίνουν τα αφτιά,
από του ύπνου μου τις ακούσιες παραχωρήσεις
σε κάθε λογής απρόσκλητα ρήγματα
σε ρυάκια, ποτάμια, χείμαρρους, καταρράκτες
πλημμυρίζοντες άκακες πεδιάδες,
χίλιες φορές
απ’ της εκπόρνευσης αυτής την θλιβερή πληρωμή,
να ‘χω τ’ ασυγχώρητα μάτια μου ανοιχτά
τα ευσπλαχνικά αφτιά μου γεμάτα
και του αστακού που ανατέλλει
από τη μέση του στέρνου μου
τα κοφτερά χέρια συμμάχους.

Χίλιες φορές κι ο νησιώτης αέρας
να τραντάζει το κρεβάτι και τα σκίαστρα
στα παράθυρα που τίποτα δεν κατάφεραν
να κρύψουν από το ραδιενεργό το φως.