Καθώς ετοιμάζομαι να αφήσω την ψευδή κυριαρχία επί του σώματός μου
σε κάποιο ξένο μαχαίρι,
ακούω απ´ τη σπηλιά μέσα μου αρχαία ηχώ και σκιές που αντηχούν στα τοιχώματα της.
Τα ψέματα, τα θυμάμαι όλα ένα προς ένα.
Τραντάζεται ο κόσμος στα μάτια μου και κουνιέται σαν σε χαλασμένο μοντάζ.
Έχω μαζί μου και μια βαλίτσα που ‘χα αγοράσει απ’ το Λονδίνο το οχτώ.
Χαρακωμένη. Επισκευασμένη. Με σελοτέιπ και βίδες. Τη λέω πιο δική μου απ’ το σώμα μου. Που πήγαμε παντού.
Όλα τα πιστεύω, μη τυχόν και νιώσεις άβολα.
Όλα τα πίστεψα. Και τα κρατώ σαν αλήθειες.
Κοιτώ απ’ το σώμα της βαλίτσας μου το σώμα των οστών μου.
Τι είναι αυτό το δοχείο που μεγαλώνει και γερνάει γύρω μου;
Άτσαλη βάρκα που τραμπαλίζεται στο κάθε κύμα του καιρού.
Αδέξια φορτία φορτωμένη. Με τα στομάχια τους αδειασμένα. Ξεραμένα από τον ήλιο. Διαδοχικά φορτία.
Μακρείς διάδρομοι χλωρίου με φέραν εδώ
για να ντυθώ νυφούλα και περιμένοντας τον νυμφίο να με ξυρίσουν σαν γαμπρό.
Στεντόν και δάκρυα. Λύνονται τα χέρια μου που θα δεθούν.
Ήχος από ρόδες κρεβατιού. Λάστιχο και μέταλλο και μωσαϊκό. Για ποιον πλησιάζει αυτή η κρίση; Μεταξύ των παραβάν κρυμμένες οι επόμενες επισκευές.
«Επικυρώσατε πιθανάς επιπλοκάς με σχετικήν υπογραφήν σας».
Με έναν φτηνό bic σας παραδίδω το παρόν.
Όλα στη ζωή μεγάλες παραχωρήσεις εμπιστοσύνης.
Επικυρωμένες πιθανές επιπλοκές.
Με το φτηνό bic κομμένες τρίχες στα λευκά σεντόνια.
Θυμήθηκα κάποια άλλα μαλλιά, ένα άλλο καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα με ιδρωμένα σώματα ερωτικά. Και να. Το επόμενο δευτερόλεπτο, με το επόμενο καρότσι,
ήρθε η σειρά μου.