με τα τετράδια και τα αίματα,
σου άφησα δυο φορές
από ένα φτερό ψίχουλο
και λίγο πιο κάτω
ένα παλιό καλοκαιρινό
ιταλικό
τραγούδι,
πριν το φθινόπωρο παραδοθεί
στον μακρύ χειμώνα.
Τα πουλιά της πλατείας
αυτόπτες κι αυτήκοι,
πριν το φθινόπωρο παραδοθεί
στον μακρύ χειμώνα.
Τα πουλιά της πλατείας
αυτόπτες κι αυτήκοι,
και δυο
και τρεις οι φόνοι.
Μια μπαλαρίνα ντύνει τα χείλη της
μ’ ένα κραγιόν του ‘62
κι εγώ μένω για χίλια χρόνια
να κοιτάω έναν βάλτο από ψηλά,
με την καρδιά κλεισμένη
σε πέρλα μαύρη.
Αυτό να ‘ναι το κάστρο μου
το χαραγμένο στο λείο μέσα
ενός σπασμένου οστράκου.
Το ‘69 γύρισες να μου πεις
πώς ολόκληρος ο κόσμος
που κατέκτησες,
ολόκληρη η ζωή σου
που κέρδισες…
είναι ένας πίνακας λειψός.
Μια μπαλαρίνα ντύνει τα χείλη της
μ’ ένα κραγιόν του ‘62
κι εγώ μένω για χίλια χρόνια
να κοιτάω έναν βάλτο από ψηλά,
με την καρδιά κλεισμένη
σε πέρλα μαύρη.
Αυτό να ‘ναι το κάστρο μου
το χαραγμένο στο λείο μέσα
ενός σπασμένου οστράκου.
Το ‘69 γύρισες να μου πεις
πώς ολόκληρος ο κόσμος
που κατέκτησες,
ολόκληρη η ζωή σου
που κέρδισες…
είναι ένας πίνακας λειψός.