Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Παραδοχές

Αποφάσισα σήμερα να μην ξαναμιλήσω
για το φως και το χρώμα της ημέρας
για την αντανάκλασή τους στο μαύρο
το χιλιόφυλλο μαύρο, των κυμάτων,
για τη μυρωδιά του λουλουδιού εκείνου
με τα αδρά του, τα ανοιχτά του πέταλα, 
για το βαρύ και το ελαφρύ σώμα
ενός δέντρου φυτρωμένου 
με κλαδιά δάχτυλα χοντρά και κορμό λυγερό
με φύλλωμα στιλπνό, κορμό λεπτό,
ευαγκάλιαστο, 
για το στοιχειωμένο παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι, 
για το καταραμένο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο, 
για ένα τραπέζι και δύο καρέκλες 
κάτω από τον παράδοξο ήλιο μιας κρύας άνοιξης,
για μια φωτογραφία μπλε, 
μια θάλασσα μαύρη δίπλα σε μια ματωμένη αμμουδιά,
που ήταν άγρια η θάλασσα,
που 
έπρεπε να καταλάβω, την κουβέντα
- ζούμε σε άλλο έργο - 
που δεν κατάλαβα  
τον πύργο από πέτρες που χτίζονταν,
πέτρα στην πέτρα, όλο ψηλότερα μέχρι 
που κρύφτηκε το δέντρο,
πέτρα την πέτρα, 
το δέντρο,
να μην λέω άλλο για τον πικρότερο καφέ, 
και το γλυκόπικρο κρασί της ματαιωμένης Κανά,
το κρύο, αυτό το κρύο, στη μέση του καλοκαιριού, 
στη βάρκα που πήγαινα μακριά του,
για ένα κουρασμένο δωμάτιο,
και δύο παλιά πόδια. 

Αποφάσισα σήμερα να μιλάω μονάχα, 
για μαυρομάλληδες προγόνους, τα σχετικά τρίγωνα, 
και το μπαλκόνι πάνω τους. 
Για ένα σπαρταριστό κομμάτι ωμό κόκκινο, πορφυρό, 
που κρατούσα στο χέρι, και που μασούσα στο στόμα, 
και που τύλιγα στην στοργή του κατάλευκου.  
Για εκείνο το ίδιο παράθυρο, 
που όμως έβλεπε σ' έναν υπέροχο βασιλικό κήπο γαλλικό, 
(κι όχι στο γυάλινο πάρκινγκ που αναβόσβηνε όλο το βράδυ
και που δε μ' άφηνε να κοιμηθώ, στο κρεβάτι με τα χίλια καρφιά)
με παρτέρια πολύχρωμα και χαλιά καταπράσινα
και δρόμους φαρδείς, ώχρα ανοιχτή και μπεζ χαλίκι, 
και το υπέρλαμπρο φως τους το κυριακάτικο. 
Κι ας ήμουν σ' ένα κουτί φυλακή. 
Για το σώμα μου γυμνό, για ένα φύλλο συκής 
φτιαγμένο από μελαμίνη και μέταλλο.
Για τα δυο ξυπόλητα κορίτσια, με τα όμορφα πόδια, 
που τα βήματά τους τρυπάνε τη γη. 
Για την ντροπή σε κάθε διαπραγμάτευση παράδοσης, 
για το κλάμα της και τον θρήνο της, 
για την ανυποψίαστη, τετελεσμένη ήττα 
του κάθε αθώου το ακούσιο τζογάρισμα, 
την άγνοια αυτού που βαδίζει στον δρόμο, 
και την συνενοχή αυτού που ξέρει.

Αποφάσισα να μιλάω μόνο για το όνειρο,
και την φαντασία. 
Κι ύστερα,
από την άκρη του κρεβατιού μου γαντζωμένος, 
το παραδέχτηκα:  
πάντα για τη φαντασία μιλούσα. 
Αλλά κάποτε 
και για το όνειρο.