Μετασχηματίζονται κάθε βράδυ,
εξωραϊσμένες αγκαλιές,
αμερικάνικες μετοχές γέλιου,
ακρίβεια πληθωριστική.
Απρόσιτη πια κίνηση
αμερικάνικες μετοχές γέλιου,
ακρίβεια πληθωριστική.
Απρόσιτη πια κίνηση
τα βρεγμένα μαλλιά στην παραλία
δίπλα στην πετσέτα,
απέναντι απ’ τον ήλιο
το γερμένο κεφάλι,
απέναντι απ’ τον ήλιο
το γερμένο κεφάλι,
τα βρεγμένα μαλλιά,
μια πετσέτα,
μια πετσέτα,
μια υπέροχα ανοιχτή θάλασσα,
το ναυάγιο, στο κέντρο του κόλπου,
εκείνο το αόρατο τέρας ανάμεσα μας,
στο κέντρο του δωματίου,
παίρνει σώμα και αίμα,
χαλυβδώνεται,
γεννά συμπαγείς εφιάλτες.
Ποιος να μου πει το παραμικρό
για αυτή τη θυρίδα τρυφερότητας,
στη μέσα μεριά του στέρνου μου;
Ποιο μπαστούνι θα με οδηγήσει,
στην άγνωστη αυτή γη μου.
Ομάδες με δάδες χτενίζουν μαύρα δάση
τα παγωμένα βράδια αυτού του μακρύ χειμώνα.
Δεν χάθηκε το παιδί του ονείρου μας.
Ένας γέρος δίχρονος,
τρίχρονος,
το ναυάγιο, στο κέντρο του κόλπου,
εκείνο το αόρατο τέρας ανάμεσα μας,
στο κέντρο του δωματίου,
παίρνει σώμα και αίμα,
χαλυβδώνεται,
γεννά συμπαγείς εφιάλτες.
Ποιος να μου πει το παραμικρό
για αυτή τη θυρίδα τρυφερότητας,
στη μέσα μεριά του στέρνου μου;
Ποιο μπαστούνι θα με οδηγήσει,
στην άγνωστη αυτή γη μου.
Ομάδες με δάδες χτενίζουν μαύρα δάση
τα παγωμένα βράδια αυτού του μακρύ χειμώνα.
Δεν χάθηκε το παιδί του ονείρου μας.
Ένας γέρος δίχρονος,
τρίχρονος,
τυφλός που περιφέρεται
παράξενα αγγίζοντας το κάθε δέντρο,
ψηλαφίζοντας για το μαχαιρωμένο σημάδι
εκείνο που σκαλίστηκε
πάνω απ’ το νερό
πάνω στη γέφυρα
πάνω,
παράξενα αγγίζοντας το κάθε δέντρο,
ψηλαφίζοντας για το μαχαιρωμένο σημάδι
εκείνο που σκαλίστηκε
πάνω απ’ το νερό
πάνω στη γέφυρα
πάνω,
δίπλα στα λουκέτα
πάνω στο νερό και γλίστρησε
σαν μέρα ανυποψίαστη
κι έφυγε, ενώ μένει
πάνω στο μαχαίρι
πάνω στο νερό
πάνω στη γέφυρα
πάνω στο χέρι χαραγμένη.
Ακούω την ησυχία των δέντρων.
Κάποια πουλιά ξυπνήσανε
και κρώζουν τον ήλιο.
Στο φως τέτοιες λεπτομέρειες περιττεύουν:
ένα κι ένα κάνουν δύο
και τα κρυφά αποσύρονται πάλι
σαν φαντάσματα που φοβούνται τους ανθρώπους.
πάνω στο νερό και γλίστρησε
σαν μέρα ανυποψίαστη
κι έφυγε, ενώ μένει
πάνω στο μαχαίρι
πάνω στο νερό
πάνω στη γέφυρα
πάνω στο χέρι χαραγμένη.
Ακούω την ησυχία των δέντρων.
Κάποια πουλιά ξυπνήσανε
και κρώζουν τον ήλιο.
Στο φως τέτοιες λεπτομέρειες περιττεύουν:
ένα κι ένα κάνουν δύο
και τα κρυφά αποσύρονται πάλι
σαν φαντάσματα που φοβούνται τους ανθρώπους.