είδα την αρένα του θεάτρου
και το γυμνόστηθο σώμα μου να οδηγεί
τις μουσικές μου
καλοζυγισμένα νταμάρια κομμένα
με ακριβές μαχαίρι
η νότα, μπίλια που αναπηδούσε
στα τοιχώματα της μήτρας της
σαν νερό
είδα το νερό να αλλάζει κοίτη
και τον ελαφρύ ιδρώτα μου γλυκό
στη βάση του λαιμού μου
τον άνεμο, ποτάμι να σαλεύει ελαφρά
τα βλέφαρα δέντρα μου
τα κλαδιά των μαλλιών μου
είδα λαγωνικό χέρι στο μπράτσο μου,
αντί της ξένης μου.
Κι ύστερα η αρένα έγινε θάλασσα
το χέρι μου απόχη
κλειστά τα μάτια μου βρήκαν το στρείδι
και τ’ ανοιχτό του κέλυφος
και την πυκνή του σάρκα
κι ήταν κουτάλι γεμάτο νερό αλμυρό
και λεμόνι
που άχνιζε στο στόμα μου
Κι έγινε η θάλασσα ένα σύκο ώριμο
παγωμένο ανοιχτό στη χούφτα μου
που μοιάζε η ρουμπινιά σάρκα του
με την έξαψη της γλώσσας
που θα συναντήσει σώμα αγαπημένο
με χείλη αχόρταγα με δόντια λυσσασμένα
χώθηκα μέσα του να δαγκώσω αυτό το μέλι
και να το φορέσω ρούχο καθαρό
και μέσα σε αυτό το φως να μένω λερωμένος.