για τις λεπτομέρειες της πληγής σου
κι απ' του βάθους της
τις χιονισμένες κορφές
κι απ' τα ύψη των βυθών της,
σε ρωτάω πως κόπηκε το κομμένο
και πως μάτωσε το πικρό
και πως τ' αστραφτερό σου σώμα
σφράγισε το θαμπό μου.
Δεν σε ρωτάω να μου πεις.
Σου ζητώ να με γιατρέψεις,
με της αιχμής σου την σκληράδα,
κι όπως με κόβεις να με ράβεις,
κι όπως χαράζεις να γεμίζεις
του ανοιγμένου δέρματός μου
το αγιάτρευτο χάσμα,
με ατσάλια και ξυράφια,
με γυαλιά και καρφιά σκουριασμένα.
Μαχαίρι, σπαθί, κοφτερότερο χέρι,
πες μου, καημένο μου χέρι τρυφερό,
πως μου 'χεις κόψει το λαιμό,
και πως μπορώ να να σε κοιτώ
και να ρωτώ πως και γιατί με κόβεις,
να μη μιλάς, και να με κόβεις, και μ΄ένα
σίδερο από σίδερο φτιαγμένο,
το ίδιο σώμα το ήμερο, να σε ζητά,
και να ρωτά πως και γιατί,
όταν σε ξέρει μόνο πλέον σαν μαχαίρι.