Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Κενοτάφιο

Κάθε μέρα περνάω απ’ τον τάφο σου και σου αφήνω από ένα λουλούδι. Εγγράμματο λουλούδι, μεγαλωμένο στον κήπο των χεριών μου. Τα χέρια μου, πεινούν και τρώνε ακόρεστα άδειες σειρές σε μπλε τετράδια και άυλες σελίδες κενές. Κενός είναι κι ο τάφος αυτός, άοσμα και τα λουλούδια μου, στερημένη παρελαύνει στους στενούς διαδρόμους των μνημάτων αυτή η ανάγκη. Ανάγκη ανάπηρη που αν δεν την ακουμπώ στον τάφο σου, αν δεν την χαράζω στη μετωπίδα σαν σύνθημα ξεπερασμένο, γυρίζει, τινάζεται και με δαγκώνει στον αχίλλειο και μου τον κόβει. Κόβει κι αυτή η σιωπηλή σου αντίσταση σε κάθε προσφορά μου, σε κάθε μου πέταλο και στημόνι, ανεξαρτήτως χρώματος και υφής, λες κι οι αισθήσεις σου αμβλύνθηκαν μ’ αυτόν τον θάνατο, λες και σταμάτησες να νιώθεις και να εκτιμάς την ηδονή και την τυράννια της δικής μου σάρκας ή ίσως πια με άλλα χέρια, αλλιώς φροντιστικά, φροντίζεσαι. Φρόντισε λοιπόν τότε κι εσύ να παρουσιάζεσαι τακτικά κι απαρέγκλιτα σ’ αυτό εδώ το κυτίο της απουσίας, με τη ζωντάνια και το σφρίγος και τα ρίγη των αγαπημένων νεκρών, κι άσε με εμένα να το κρατάω τακτικό, καθαρό, ξεχορταριασμένο, ευανάγνωστο και λαμπερό, για να νομίζει ο τεθλιμμένος γείτων συμπενθών, πως κάποτε σε αγάπησα.