την εξομοιώνει
με τον αρνητικό χώρο
σαν να κρατεί
το απτό στη θέση του
γεμίζοντας τα μεσοδιαστήματα
μ’ εκείνο που κανείς δεν ξέρει γι’ αυτό
κι ούτε φιλά, ούτε κρατεί.
Εγώ, προσπαθώντας με τα άδεια χέρια μου
να την ονομάσω, καταφέρνω
να φτιάχνω αναλγητικές αλληγορίες
για το κατά φαντασία
κι ασάφειες για το συμπαγές.
Εγώ - και εγώ - κάτι χωμάτινο που το κρατά
σε μια συμπαντική συντεταγμένη
η αναφής της φύση,
σαν χώρος αρνητικός,
σε φιλμ παλιό, μισοκαμένο.
Κάτι που μυρίζει σπίρτο,
εντείνει την προσωπική μου πλάνη.
Φύλλα πέφτουν στο προσκήνιο
της δεσπόζουσας Ακρόπολης.
Βαριά,
ξεθωριασμένα παραπετάσματα
και λουδοβικιανές μοκέτες
σιγάζουν τα βήματα μας
σκιάζουν τα μάτια μας,
μήπως δεν σ’ έχω δει ποτέ;
Δεν σ’ έχω ακούσει;
Μα σ’ έχω δει σε έχω ακούσει
με τα κύτταρα του δέρματός μου
με τα μαλλιά σου και τα χέρια σου
κι ακόμα δείπνησα
στο βάθος της φωνής σου
γεύματα λουκούλεια κρασί και μέλι
στα μάτια σου ωκεανούς ανέμους
όγκους βουνών λιβάδια κίτρινων λουλουδιών.
Και όμως.
Γελασμένα, καθρεφτισμένα μου μάτια.
Και όμως.
Στο αποθετήριό σας αναφερθήκατε.
Και όμως.
Σάρκα εκ της σαρκός σας καταναλώσατε.
Και όμως.
Του ψέματός σας το κρασί και το μέλι.
Και όμως.
Για να πονάνε ακόμα τα κομμένα χέρια μου
κάπου τριγύρω θα ‘ναι και το μαχαίρι σου.
γεμίζοντας τα μεσοδιαστήματα
μ’ εκείνο που κανείς δεν ξέρει γι’ αυτό
κι ούτε φιλά, ούτε κρατεί.
Εγώ, προσπαθώντας με τα άδεια χέρια μου
να την ονομάσω, καταφέρνω
να φτιάχνω αναλγητικές αλληγορίες
για το κατά φαντασία
κι ασάφειες για το συμπαγές.
Εγώ - και εγώ - κάτι χωμάτινο που το κρατά
σε μια συμπαντική συντεταγμένη
η αναφής της φύση,
σαν χώρος αρνητικός,
σε φιλμ παλιό, μισοκαμένο.
Κάτι που μυρίζει σπίρτο,
εντείνει την προσωπική μου πλάνη.
Φύλλα πέφτουν στο προσκήνιο
της δεσπόζουσας Ακρόπολης.
Βαριά,
ξεθωριασμένα παραπετάσματα
και λουδοβικιανές μοκέτες
σιγάζουν τα βήματα μας
σκιάζουν τα μάτια μας,
μήπως δεν σ’ έχω δει ποτέ;
Δεν σ’ έχω ακούσει;
Μα σ’ έχω δει σε έχω ακούσει
με τα κύτταρα του δέρματός μου
με τα μαλλιά σου και τα χέρια σου
κι ακόμα δείπνησα
στο βάθος της φωνής σου
γεύματα λουκούλεια κρασί και μέλι
στα μάτια σου ωκεανούς ανέμους
όγκους βουνών λιβάδια κίτρινων λουλουδιών.
Και όμως.
Γελασμένα, καθρεφτισμένα μου μάτια.
Και όμως.
Στο αποθετήριό σας αναφερθήκατε.
Και όμως.
Σάρκα εκ της σαρκός σας καταναλώσατε.
Και όμως.
Του ψέματός σας το κρασί και το μέλι.
Και όμως.
Για να πονάνε ακόμα τα κομμένα χέρια μου
κάπου τριγύρω θα ‘ναι και το μαχαίρι σου.