μιας μισής κλεψύδρας.
Σφίγγεται δυνατά καθώς τα πόδια της
στηρίζονται σε όλο
πιο ασταθή πέλματα, σε όλο και πιο
ασαφείς επιφάνειες.
Κόκκο τον κόκκο γλιστράει και πέφτει
από έναν λεπτό λαιμό
και χάνεται σε μιαν άβυσσο λήθινη,
σ’ ένα βούρκο βαθύ.
Κρατάω το σώμα σου προσευχικά
κι εσύ τα χέρια μου
κι η γλώσσα σου πότε ψέλνει και πότε
γδέρνει το στήθος μου.
(Η μυρωδιά σου στην τρυπημένη μύτη
μου, στάζει νότια
κι εξαϋλώνεται μόριο-μόριο, κύτταρο-
κύτταρο σε άγρια βάθη.)
Κι έτσι, σφιχτά δεμένοι, σφιχτά αδειασμένη,
στενά στριμώχνεται
για να περάσει τις γυάλινες Συμπληγάδες,
κι αποδομημένη πια
να γκρεμιστεί σ’ έναν παλιό, ανθισμένο Καιάδα.
πιο ασταθή πέλματα, σε όλο και πιο
ασαφείς επιφάνειες.
Κόκκο τον κόκκο γλιστράει και πέφτει
από έναν λεπτό λαιμό
και χάνεται σε μιαν άβυσσο λήθινη,
σ’ ένα βούρκο βαθύ.
Κρατάω το σώμα σου προσευχικά
κι εσύ τα χέρια μου
κι η γλώσσα σου πότε ψέλνει και πότε
γδέρνει το στήθος μου.
(Η μυρωδιά σου στην τρυπημένη μύτη
μου, στάζει νότια
κι εξαϋλώνεται μόριο-μόριο, κύτταρο-
κύτταρο σε άγρια βάθη.)
Κι έτσι, σφιχτά δεμένοι, σφιχτά αδειασμένη,
στενά στριμώχνεται
για να περάσει τις γυάλινες Συμπληγάδες,
κι αποδομημένη πια
να γκρεμιστεί σ’ έναν παλιό, ανθισμένο Καιάδα.