Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Προεγχειρητικώς

Άλλο ένα όριο σήμερα.
Κρατώντας σφιχτά το βγαλμένο χέρι με το άβγαλτο,
πάλι θα πρέπει να αποφασίσω
πως πια τα γράμματα θα πρέπει να τα ζωγραφίζω,
να μη τα γράφω, 
τόσο που οι λέξεις να ξαναβρούν την εγγενή ασάφειά τους
να απαλλαγούν από τα βάρη τους
να αναληφθούν προς ελαφρύτερες σφαίρες νόησης.

Άλλα τρία κοψίματα αύριο.
Λες και δεν χόρτασε το εύθραυστο όριό μου
τομές και επουλώσεις και επιμένοντα τραύματα,
και σκουριασμένα χάδια λες και δε χόρτασε
το αειπάρθενο στέρνο μου
κενότητες, αφαιρέσεις, αφορισμούς.
Τι ώρες αυτές τις μυστικές σκέφτομαι 
ένα στήθος
που το μωρό μέσα μου, το κλαίει ακόμα. 
Σκέφτομαι κι ένα παραπέτασμα στιλπνό, μαύρο,
ευωδιαστό, που συσκότιζε μητρικά, 
κι όλα γίνονταν ανεκτά τότε 
κι απαλύνονταν ο ορίζοντας της ζωής. 

Κι αυτή η προσευχή δεν είναι έκκληση. 
Κι αυτή η έκκληση δεν είναι κραυγή. 
Κι αυτή η κραυγή δεν είναι μοναξιά. 
Κι αυτή η μοναξιά δεν είναι ανάμνηση. 

Φοβάμαι μόνο μη γίνουν πουλιά, 
τα ζωγραφισμένα μου γράμματα και πετάξουν.
Πετάξουν κι αυτά και τότε; 
Τι θα 'μαι εγώ τότε;