Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Κλεψύδρα

Η αγκαλιά μας αγωνιά στην κορυφή
μιας μισής κλεψύδρας.
Σφίγγεται δυνατά καθώς τα πόδια της 
στηρίζονται σε όλο
πιο ασταθή πέλματα, σε όλο και πιο
ασαφείς επιφάνειες.
Κόκκο τον κόκκο γλιστράει και πέφτει
από έναν λεπτό λαιμό
και χάνεται σε μιαν άβυσσο λήθινη,
σ’ ένα βούρκο βαθύ.

Κρατάω το σώμα σου προσευχικά
κι εσύ τα χέρια μου
κι η γλώσσα σου πότε ψέλνει και πότε
γδέρνει το στήθος μου.
(Η μυρωδιά σου στην τρυπημένη μύτη
μου, στάζει νότια
κι εξαϋλώνεται μόριο-μόριο, κύτταρο-
κύτταρο σε άγρια βάθη.)
Κι έτσι, σφιχτά δεμένοι, σφιχτά αδειασμένη,
στενά στριμώχνεται
για να περάσει τις γυάλινες Συμπληγάδες,
κι αποδομημένη πια
να γκρεμιστεί σ’ έναν παλιό, ανθισμένο Καιάδα.


Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Μαχαίρι

Σε ρωτάω κάθε μέρα μαχαίρι,
για τις λεπτομέρειες της πληγής σου
κι απ' του βάθους της
τις χιονισμένες κορφές
κι απ' τα ύψη των βυθών της,
σε ρωτάω πως κόπηκε το κομμένο
και πως μάτωσε το πικρό
και πως τ' αστραφτερό σου σώμα
σφράγισε το θαμπό μου.

Δεν σε ρωτάω να μου πεις.
Σου ζητώ να με γιατρέψεις, 
με της αιχμής σου την σκληράδα, 
κι όπως με κόβεις να με ράβεις,
κι όπως χαράζεις να γεμίζεις
του ανοιγμένου δέρματός μου 
το αγιάτρευτο χάσμα, 
με ατσάλια και ξυράφια,
με γυαλιά και καρφιά σκουριασμένα. 

Μαχαίρι, σπαθί, κοφτερότερο χέρι,
πες μου, καημένο μου χέρι τρυφερό, 
πως μου 'χεις κόψει το λαιμό, 
και πως μπορώ να να σε κοιτώ
και να ρωτώ πως και γιατί με κόβεις,
να μη μιλάς, και να με κόβεις, και μ΄ένα
σίδερο από σίδερο φτιαγμένο, 
το ίδιο σώμα το ήμερο, να σε ζητά, 
και να ρωτά πως και γιατί,
όταν σε ξέρει μόνο πλέον σαν μαχαίρι.  


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Το πουλί στο παράθυρο

Η αγάπη είναι μια λέξη βουβή. 
Συνήθως μιλάει για την μακρινή χώρα 
παλιών αγκαλιών και για τις σκόνες τους.
Η τεράστια έκταση ενός μικρού σώματος
απλωμένου στο ακόμα ζεστό κρεβάτι.
Που δεν αφήνει ακόμα χώρο για άλλο όνειρο.

Κάθε πρωί, πιο πρωί, κάθε φορά,
σε δυο δευτερόλεπτα φλύαρα, ομηρικά ταξίδια,
κι εγώ θρηνώ για τον σφαγμένο ύπνο μου.

Ένα πουλί στάθηκε στο παράθυρο και φωνάζει:
Θα μου δώσεις αγάπη ;
θα μου δώσεις, 
πριν μου δώσεις πόνο;
Θα μου προσθέσεις ένα, 
ή έστω μισό, 
πριν μου τα πάρεις όλα;

Αλλά η αγάπη δεν φωνάζει.  Είναι μια λέξη στιφή. 
Συνήθως ηλεκτρίζεται ανάμεσα στα δόντια
πικρών στομάτων για να φωτίσει τις σιωπές τους. 
Η ελάχιστη απόσταση μεταξύ του μαζί και του χώρια
απλωμένη στο ακόμα ζεστό κρεβάτι. 
Που δεν αφήνει πλέον χώρο για το ίδιο όνειρο. 

Κάθε πρωί, και πιο πρωί κάθε πρωί,
σε λίγα δευτερόλεπτα σιβυλλικά, ομηρικά ταξίδια,
κι εγώ θρηνώ για τον σφαγμένο ύπνο μου.

Ένα πουλί έφυγε απ' το παράθυρο που φωνάζει: 
Θα μου δώσεις αγάπη ;
θα μου δώσεις, 
πριν μου δώσεις πόνο;
Θα μου προσθέσεις ένα, 
ή έστω μισό, 
πριν μου τα πάρεις όλα;


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Ένας - ένας

Τους νεκρούς μου τους θυμάμαι,
όλους έναν-έναν,
στα μέρη που τους πίκρανα.
Έτσι πληρώνω το ενοίκιο
του κοινού μας χρόνου.
Το φεγγάρι έκοψε μια γωνιά του
και την καίει λιβάνι,
στους νεκρούς μου,
κι εγώ σαν κύμα
τσακίζομαι πάνω τους.

Τους νεκρούς μου τους ξέχασα,
όλους έναν-έναν,
στα μέρη που με πίκραναν.
Έτσι μου ξεπληρώνουν το ενοίκιο
του κοινού μας χρόνου.
Το φεγγάρι γέμισε μια γωνιά του
και 'γω καίω λιβάνι
στους νεκρούς μου,
που σαν κύμα
τσακίστηκαν πάνω μου.


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Ρωσικός μπρουταλισμός

Τεράστια μπλοκς μπετό μετακινούνται.
Μετασχηματίζονται 
κάθε βράδυ,
εξωραϊσμένες αγκαλιές,
αμερικάνικες μετοχές γέλιου,
ακρίβεια πληθωριστική.
Απρόσιτη πια κίνηση 
τα βρεγμένα μαλλιά στην παραλία 
δίπλα στην πετσέτα,
απέναντι απ’ τον ήλιο
το γερμένο κεφάλι, 
τα βρεγμένα μαλλιά,
μια πετσέτα, 
μια υπέροχα ανοιχτή θάλασσα,
το ναυάγιο, στο κέντρο του κόλπου,
εκείνο το αόρατο τέρας ανάμεσα μας,
στο κέντρο του δωματίου,
παίρνει σώμα και αίμα,
χαλυβδώνεται,
γεννά συμπαγείς εφιάλτες.

Ποιος να μου πει το παραμικρό
για αυτή τη θυρίδα τρυφερότητας,
στη μέσα μεριά του στέρνου μου;
Ποιο μπαστούνι θα με οδηγήσει,
στην άγνωστη αυτή γη μου.
Ομάδες με δάδες χτενίζουν μαύρα δάση
τα παγωμένα βράδια αυτού του μακρύ χειμώνα.
Δεν χάθηκε το παιδί του ονείρου μας.
Ένας γέρος δίχρονος,
τρίχρονος, 
τυφλός που περιφέρεται
παράξενα αγγίζοντας το κάθε δέντρο,
ψηλαφίζοντας για το μαχαιρωμένο σημάδι
εκείνο που σκαλίστηκε
πάνω απ’ το νερό
πάνω στη γέφυρα
πάνω, 
δίπλα στα λουκέτα
πάνω στο νερό και γλίστρησε
σαν μέρα ανυποψίαστη
κι έφυγε, ενώ μένει
πάνω στο μαχαίρι
πάνω στο νερό
πάνω στη γέφυρα
πάνω στο χέρι χαραγμένη.

Ακούω την ησυχία των δέντρων.
Κάποια πουλιά ξυπνήσανε
και κρώζουν τον ήλιο.
Στο φως τέτοιες λεπτομέρειες περιττεύουν:
ένα κι ένα κάνουν δύο
και τα κρυφά αποσύρονται πάλι
σαν φαντάσματα που φοβούνται τους ανθρώπους.


Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Το βιβλιοπωλείο

Έξω απ’ το ΔιπλοΤεράστιο
με τα τετράδια και τα αίματα,
σου άφησα δυο φορές
από ένα φτερό ψίχουλο
και λίγο πιο κάτω
ένα παλιό καλοκαιρινό 
ιταλικό 
τραγούδι,
πριν το φθινόπωρο παραδοθεί
στον μακρύ χειμώνα.

Τα πουλιά της πλατείας
αυτόπτες κι αυτήκοι,
και δυο 
και τρεις οι φόνοι.

Μια μπαλαρίνα ντύνει τα χείλη της
μ’ ένα κραγιόν του ‘62
κι εγώ μένω για χίλια χρόνια
να κοιτάω έναν βάλτο από ψηλά, 
με την καρδιά κλεισμένη
σε πέρλα μαύρη.
Αυτό να ‘ναι το κάστρο μου
το χαραγμένο στο λείο μέσα
ενός σπασμένου οστράκου.

Το ‘69 γύρισες να μου πεις
πώς ολόκληρος ο κόσμος
που κατέκτησες,
ολόκληρη η ζωή σου
που κέρδισες…
είναι ένας πίνακας λειψός.


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Άτιτλο

Όταν σε ονοματίζω
διατηρώ το πτώμα σου ζεστό.
Αποκαλώντας σε,
επίδοξος Φρανκενστάιν,
ανασυνθέτω στην κοπτοραπτική
τον τέλειο ζωντανό.

Έτσι σε αναμασώ,
προσπαθώντας να θυμηθώ
τη γεύση σου,
ανάμεσα στα δόντια, τα ούλα
και το σάλιο μου.

Όμως ο τίτλος είναι πέτρα
και η φωνή μόνο σφυρί.
Το όμορφο μάρμαρο, 
όσο λείο, 
τόσο άγευστο και τόσο κρύο.

Κι αν φτιάχνω 
κι αν αγκαλιάζω 
κάτι οριστικό,
ακόμα κι αν το κεντώ,
με το καλέμι και το αίμα μου,
όσο κι αν γλείφω την πληγή του
πέτρα είναι η πέτρα,
και σώμα το σώμα.
Ας λέω, κι ας παρηγορούμαι,
πως αν της δώσω ένα όνομα,
μπορεί κάποτε να μου μιλήσει.