Κάθε μέρα περνάω απ’ τον τάφο σου και σου αφήνω από ένα λουλούδι. Εγγράμματο λουλούδι, μεγαλωμένο στον κήπο των χεριών μου. Τα χέρια μου, πεινούν και τρώνε ακόρεστα άδειες σειρές σε μπλε τετράδια και άυλες σελίδες κενές. Κενός είναι κι ο τάφος αυτός, άοσμα και τα λουλούδια μου, στερημένη παρελαύνει στους στενούς διαδρόμους των μνημάτων αυτή η ανάγκη. Ανάγκη ανάπηρη που αν δεν την ακουμπώ στον τάφο σου, αν δεν την χαράζω στη μετωπίδα σαν σύνθημα ξεπερασμένο, γυρίζει, τινάζεται και με δαγκώνει στον αχίλλειο και μου τον κόβει. Κόβει κι αυτή η σιωπηλή σου αντίσταση σε κάθε προσφορά μου, σε κάθε μου πέταλο και στημόνι, ανεξαρτήτως χρώματος και υφής, λες κι οι αισθήσεις σου αμβλύνθηκαν μ’ αυτόν τον θάνατο, λες και σταμάτησες να νιώθεις και να εκτιμάς την ηδονή και την τυράννια της δικής μου σάρκας ή ίσως πια με άλλα χέρια, αλλιώς φροντιστικά, φροντίζεσαι. Φρόντισε λοιπόν τότε κι εσύ να παρουσιάζεσαι τακτικά κι απαρέγκλιτα σ’ αυτό εδώ το κυτίο της απουσίας, με τη ζωντάνια και το σφρίγος και τα ρίγη των αγαπημένων νεκρών, κι άσε με εμένα να το κρατάω τακτικό, καθαρό, ξεχορταριασμένο, ευανάγνωστο και λαμπερό, για να νομίζει ο τεθλιμμένος γείτων συμπενθών, πως κάποτε σε αγάπησα.
Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024
Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024
Riemann's topology
Ένας συν μία
Περασμένες όλες οι εποχές
Αλήθεια σου λέω
Περασμένες όλες οι εποχές
Αλήθεια σου λέω
Ένιωσα κάθε δευτερόλεπτο αιώνιο
Κραταιά σαν θάνατος
Από πάνω μου με θάρρος οδοστρωτήρα
Παραδέχτηκα
Πως η ευθεία είναι κύκλος
Παραδέχομαι
Σε αδίκησα
Γιατί σου μίλησα επίπεδα,
σ' ένα καμπυλωμένο δωμάτιο
Παραδέξου κι εσύ,
η αγάπη μπορεί να είναι ευκλείδεια
Άλλωστε, ήταν λίγα τα τετραγωνικά
Λίγες κι οι μέρες
Ένας συν μία
Περασμένες όλες οι εποχές
Στο υπογράφω
Κεντήθηκα χιλιοστό-χιλιοστό
Κραταιά σαν θάνατος
Και η γραφή και η ανάγνωσή σου
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024
Γαμήλιο
Μια κοπέλα κάθεται δίπλα στο ποτάμι
Με το ακριβές της σώμα
Με τη μικρή στολή της
Χαϊδεύει το ποτάμι με την άκρη του ποδιού της
Το αναταράσσει και το πληγώνει
Εκτρέπει τη βαθιά ροή του
Με το μικρό της πόδι το ευθύβολο σώμα της
Τρυπάει άμμο και πέτρες και μπετά
Αυτό που λέμε σιωπή, δεν υφίσταται.
Σιωπάς σημαίνει πεθαίνεις.
Έναν χρόνο τώρα πεθαίνεις.
Μια κοπέλα στέκεται μπροστά σε δέκα δίσκους
Με το ισχνό της σώμα
Με την γνωστή της στολή
Χαϊδεύει τη στοίβα με την άκρη του χεριού της
Την ανακατεύει και την ταράζει
Εκτρέπει τη μουσική της
Με το λεπτό της χέρι το εύστοχο σώμα της
Τρυπάει στροφές και λέξεις και μέτρα
Αυτό που λέμε σιωπή, δεν υφίσταται.
Σιωπάς σημαίνει πεθαίνεις.
Έναν χρόνο τώρα πεθαίνεις.
Ένα αγόρι στέκεται μπροστά σε μια πλατεία
Με το παλιό του σώμα
Με την παλιά του στολή
Χαϊδεύει την πλατεία με την άκρη του ματιού του
Την απειλεί και την παρακαλά
Εκτρέπει τη μυστική της ροή
Με το φαρδύ του χέρι την αχανή της έκταση
Τρυπάει πλάκες και τοίχους και βιτρίνες
Σιωπάς σημαίνει πεθαίνεις.
Σιωπάς σημαίνει πεθαίνεις.
Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024
Το μη
Η αναφής της φύση
την εξομοιώνει
με τον αρνητικό χώρο
σαν να κρατεί
την εξομοιώνει
με τον αρνητικό χώρο
σαν να κρατεί
το απτό στη θέση του
γεμίζοντας τα μεσοδιαστήματα
μ’ εκείνο που κανείς δεν ξέρει γι’ αυτό
κι ούτε φιλά, ούτε κρατεί.
Εγώ, προσπαθώντας με τα άδεια χέρια μου
να την ονομάσω, καταφέρνω
να φτιάχνω αναλγητικές αλληγορίες
για το κατά φαντασία
κι ασάφειες για το συμπαγές.
Εγώ - και εγώ - κάτι χωμάτινο που το κρατά
σε μια συμπαντική συντεταγμένη
η αναφής της φύση,
σαν χώρος αρνητικός,
σε φιλμ παλιό, μισοκαμένο.
Κάτι που μυρίζει σπίρτο,
εντείνει την προσωπική μου πλάνη.
Φύλλα πέφτουν στο προσκήνιο
της δεσπόζουσας Ακρόπολης.
Βαριά,
ξεθωριασμένα παραπετάσματα
και λουδοβικιανές μοκέτες
σιγάζουν τα βήματα μας
σκιάζουν τα μάτια μας,
μήπως δεν σ’ έχω δει ποτέ;
Δεν σ’ έχω ακούσει;
Μα σ’ έχω δει σε έχω ακούσει
με τα κύτταρα του δέρματός μου
με τα μαλλιά σου και τα χέρια σου
κι ακόμα δείπνησα
στο βάθος της φωνής σου
γεύματα λουκούλεια κρασί και μέλι
στα μάτια σου ωκεανούς ανέμους
όγκους βουνών λιβάδια κίτρινων λουλουδιών.
Και όμως.
Γελασμένα, καθρεφτισμένα μου μάτια.
Και όμως.
Στο αποθετήριό σας αναφερθήκατε.
Και όμως.
Σάρκα εκ της σαρκός σας καταναλώσατε.
Και όμως.
Του ψέματός σας το κρασί και το μέλι.
Και όμως.
Για να πονάνε ακόμα τα κομμένα χέρια μου
κάπου τριγύρω θα ‘ναι και το μαχαίρι σου.
γεμίζοντας τα μεσοδιαστήματα
μ’ εκείνο που κανείς δεν ξέρει γι’ αυτό
κι ούτε φιλά, ούτε κρατεί.
Εγώ, προσπαθώντας με τα άδεια χέρια μου
να την ονομάσω, καταφέρνω
να φτιάχνω αναλγητικές αλληγορίες
για το κατά φαντασία
κι ασάφειες για το συμπαγές.
Εγώ - και εγώ - κάτι χωμάτινο που το κρατά
σε μια συμπαντική συντεταγμένη
η αναφής της φύση,
σαν χώρος αρνητικός,
σε φιλμ παλιό, μισοκαμένο.
Κάτι που μυρίζει σπίρτο,
εντείνει την προσωπική μου πλάνη.
Φύλλα πέφτουν στο προσκήνιο
της δεσπόζουσας Ακρόπολης.
Βαριά,
ξεθωριασμένα παραπετάσματα
και λουδοβικιανές μοκέτες
σιγάζουν τα βήματα μας
σκιάζουν τα μάτια μας,
μήπως δεν σ’ έχω δει ποτέ;
Δεν σ’ έχω ακούσει;
Μα σ’ έχω δει σε έχω ακούσει
με τα κύτταρα του δέρματός μου
με τα μαλλιά σου και τα χέρια σου
κι ακόμα δείπνησα
στο βάθος της φωνής σου
γεύματα λουκούλεια κρασί και μέλι
στα μάτια σου ωκεανούς ανέμους
όγκους βουνών λιβάδια κίτρινων λουλουδιών.
Και όμως.
Γελασμένα, καθρεφτισμένα μου μάτια.
Και όμως.
Στο αποθετήριό σας αναφερθήκατε.
Και όμως.
Σάρκα εκ της σαρκός σας καταναλώσατε.
Και όμως.
Του ψέματός σας το κρασί και το μέλι.
Και όμως.
Για να πονάνε ακόμα τα κομμένα χέρια μου
κάπου τριγύρω θα ‘ναι και το μαχαίρι σου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)